κἀγχόνης — ἀγχόνης , ἀγχόνη strangling fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱γχόνης , ἀγχονάω strangle imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱γχόνης , ἀγχονάω strangle imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱γχόνης , ἀγχονάω strangle imperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
Αμπελογιάννης — (18ος αι.).Ονομαστός κλέφτης, o οποίος έδρασε πριν από την Επανάσταση στη δυτική Στερεά Ελλάδα και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα. Τους θρύλους και τη ζωή του αναφέρει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημα Αθανάσιος Διάκος.Ήταν γιος κτηνοτρόφου και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek